- εὐδοκίμει
- εὐδοκιμέωto be of good reputepres imperat act 2nd sg (attic epic)εὐδοκιμέωto be of good reputeimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐδοκιμεῖ — εὐδοκιμέω to be of good repute pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐδοκιμέω to be of good repute pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
αχράς — (achras). Γένος φυτών της οικογένειας των σαποτωδών. Από το γένος αυτό είναι γνωστά γύρω στα 60 είδη. Τα κυριότερα είναι τα εξής: η α. το γλυκύσυκο, που είναι δέντρο με ψηλό κορμό και ευδοκιμεί στη δυτική Αφρική. Οι καρποί του έχουν γλυκιά γεύση… … Dictionary of Greek
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
ευδοκιμώ — (ΑΜ εὐδοκιμῶ, έω) [ευδόκιμος] 1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι 2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.) νεοελλ. (για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα») αρχ. μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
ουργινέα — (ourginea). Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των λειριιδών. Αριθμεί περίπου 75 είδη και ευδοκιμεί στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Τα φυτά αυτά είναι πόες βολβόριζες, με φύλλα παράρριζα, συνήθως στενά, γραμμοειδή, και άλλοτε πλατιά,… … Dictionary of Greek
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek
ριψαλίδα — (rhipsalis). Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των κακτιδών, με περίπου 50 είδη, ιθαγενή της νότιας τροπικής και παρατροπικής Αμερικής. Είναι κάκτοι με βλαστό πολύκλαδο ή αρθρωτό και συνήθως πολύ πλατύ, που μοιάζει με μεγάλα φύλλα. Πολλά είδη… … Dictionary of Greek